παραγνωρίζω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek (Liddell-Scott)
παραγνωρίζω: ὡς καὶ νῦν, κακῶς ἐκλαμβάνω ἢ κρίνω τι, τὰς ἀρετὰς οἱ πονηροὶ ὡς κακίας παραγνωρίζουσι Θαλασσίου Ἑκατοντάδες σ. 1183D, κτλ.
Greek Monolingual
ΝΜ
κάνω κακή κρίση ή εσφαλμένη αναγνώριση, παρορώ
νεοελλ.
1. δεν εκτιμώ κάτι όσο πρέπει, δεν αποδίδω την αρμόζουσα εκτίμηση σε κάτι, υποτιμώ, αψηφώ («παραγνωρίζει την αξία του»)
2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τον παίρνω για κάποιον άλλο
3. παθ. παραγνωρίζομαι
αποκτώ υπερβολική οικειότητα με κάποιον («παραγνωριστήκαμε μού φαίνεται!»)
μσν.
αγνοώ.