ἀμάχετος

English (LSJ)

ἀμάχετον, poet. for ἀμάχητος, A.Th.85 (lyr.), S.Fr.813.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
irresistible, contra quien no se puede luchar ὕδωρ A.Th.85, λοχαγοί S.Fr.813.

German (Pape)

[Seite 117] = ἀμάχητος, ὕδωρ Aesch. Spt. 85.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀμάχητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμάχετος: Aesch. = ἀμάχητος 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάχετος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀμάχητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 85. (λυρ.).

Greek Monotonic

ἀμάχετος: -ον, ποιητ. αντί ἀμάχητος, σε Αισχύλ.

Translations

irresistible

Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig