ἀμφίβλημα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A something thrown round, enclosure, E.Hel. 70.
II garment, cloak, πέπλους τε τοὺς πρὶν λαμπρά τ' ἀμφιβλήματα ib.423; πάνοπλα ἀμφιβλήματα = coats of panoply, coat of mail Id.Ph.779; coverlet, Aret.SD2.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1ropa, vestido E.Hel.423, τεύχη πάνοπλά τ' ἀμφιβλήματα las armas y la guerrera armadura E.Ph.779.
2 colcha Aret.SD 2.6.7.
II pórtico βασίλεια ... ἀ. E.Hel.70.

German (Pape)

[Seite 136] τό, Umwurf, πάνοπλα Eur. Phoen. 786; allgemeiner βασίλεια Hel. 70, Umgebung; vgl. 430.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui enveloppe :
1 vêtement;
2 armure;
3 portique, galerie.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβλημα: ατος τό
1 облачение, одеяние Eur.;
2 вооружение, доспехи (πάνοπλα ἀμφιβλήματα Eur.);
3 помещение, покой (βασίλεια ἀμφιβλήματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβλημα: -ατος, τό, στοά, περίστυλον, βασίλειά τ’ ἀμφιβλήματ’ Εὐρ. Ἑλ. 70. ΙΙ. = ἔνδυμα, «ἀναβόλαιον» (Ἡσύχ.), πέπλους δὲ τοὺς πρὶν λαμπρά τ’ ἀμφιβλήματα Εὐρ. Ἑλ. 423· πάνοπλα ἀμφ., πανοπλία, πλήρης ὁπλισμός, ὁ αὐτ. Φοίν. 779.

Greek Monolingual

ἀμφίβλημα, το (Α) αμφιβάλλω
1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης
2. περίφρακτος χώρος, στοά
3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός.

Greek Monotonic

ἀμφίβλημα: -ατος, τό (ἀμφιβάλλω), κάτι που ρίχνεται τριγύρω, που περιβάλλει·
I. στοά, περιστύλιο, σε Ευρ.
II. ένδυμα, μανδύας, ρούχο, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀμφιβάλλω
something thrown round:
I. an enclosure, Eur.
II. a garment, cloak, Eur.