ἀναπολόγητος
English (LSJ)
ἀναπολόγητον, inexcusable, Plb.12.21.10, Ep.Rom.1.20, 2.1; undefended, τινὰ ἐάσειν D.Chr.2.39, cf. Eun.VSp.489 B.; without making a defence, D.H.7.46.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 indefenso τινα ἐάσειν D.Chr.2.39, cf. Eun.VS 489, de mártires A.Io.12.
2 indefendible, inexcusable ἀ. ... πᾶς ὁ κρίνων Ep.Rom.2.1, ἀναπολόγητος ... πᾶς ὁ μὴ πιστεύσας Clem.Al.Strom.7.2.11
•tb. de abstractos ψεῦδος Plb.12.21.10, ἁμαρτία Plb.29.10.5
•subst. τὸ ἀναπολόγητον = ausencia de excusa Basil.M.31.1092D.
3 que no se defiende D.H.7.46.
II de cosas
1 contra lo que uno se defiende de una acusación, Gr.Nyss.Eun.34.1.
2 contra lo que no existe defensa de una sentencia, irrevocable Clem.Al.Strom.7.15.92.
German (Pape)
[Seite 203] nicht vertheidigt, nicht zu vertheidigen, ψεῦδος Pol. 12, 21; Plut. Brut. 46; – unfähig, sich zu vertheidigen, Sp.
French (New Testament)
ος, ον
inexcusable ; indéfendable
[ἀ, ἀπολογέομαι]
Russian (Dvoretsky)
ἀναπολόγητος:
1 непростительный (ψεῦδος Polyb.; ἔγκλημα Plut.);
2 не заслуживающий прощения (ἄνθρωπος NT);
3 безответный NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολόγητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀπολογίαν, ἀδικαιολόγητος, ἀναπολόγητον γίνεται τὸ ψεῦδος Πολύβ. 12. 21, 10, κτλ.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ἀπολογέομαι; indefensible: without an excuse, inexcusable.
English (Thayer)
ἀναπολογητον, without defense or excuse, that cannot be defended, inexcusable, Polybius, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 7,46; Plutarch, Brut. 46, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπολόγητος, -ον) ἀπολογοῦμαι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί
2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος
αρχ.
αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος.
Chinese
原文音譯:¢napolÒghtoj 安-阿坡-羅給拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-從-放置(說了)
字義溯源:無可推諉的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἀπολογέομαι)=分訴)組成;而 (ἀπολογέομαι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λόγος)=話)組成,其中 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(2);羅(2)
譯字彙編:
1) 無可推諉的(2) 羅1:20; 羅2:1
Translations
Catalan: inexcusable; Czech: neomluvitelný; Danish: utilgivelig; Finnish: anteeksiantamaton; French: inexcusable; Galician: inescusable, inescusábel; German: unentschuldbar; Greek: αδικαιολόγητος; Ancient Greek: ἀναπολόγητος; Hungarian: megbocsáthatatlan; Irish: doleithscéil; Italian: inescusabile; Latin: inexcusabilis; Polish: niewybaczalny; Portuguese: inescusável, indesculpável; Spanish: inexcusable; Welsh: anesgusodol