ἀντακούω

English (LSJ)

fut. -ούσομαι S.Aj.1141, hear in turn, ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴσ' ἀντάκουσον Id.OT544; ἅ. γ' εἶπας ἀντήκουσας E.Heracl.1014 (cj.); κἀμοῦ νῦν ἀντάκουσον Id.Supp.569; ἀντακούσει τοῦτον ὡς τεθάψεται S.Aj.1141: abs., listen in return, ἀ. ἐν μέρει A.Eu.198, cf. Crates Com.5D.: also in Prose, X.An.2.5.16, Lib.Decl.5.89.

Spanish (DGE)

(ἀντᾰκούω)
oír o escuchar a su vez abs. ἐν μέρει A.Eu.198, προσεῖπας, ἀντήκουσας E.Heracl.1014, cf. X.An.2.5.16
c. ac. de abstr. ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴσ' ἀντάκουσον S.OT 544, ἂν δ' εἴπῃς ἅπαξ εὐθὺς ἀντήκουσας Alex.156.5, δοκῶ τι ἀ. Philostr.Im.1.28, en v. pas. ὁ τὰ πολλὰ λέγων καὶ ἀντακούσεται el charlatán recibirá una réplica LXX Ib.11.2
c. or. complet. ἀλλ' ἀντακούσῃ τοῦτον ὡς τεθάψεται S.Ai.1141
c. gen. de pers. κἀμοῦ νυν ἀντάκουσον E.Supp.569, ἀντάκουε νῦν ἐμοῦ Crates Com.45A, ἀντάκουε καὶ τῶν τἀληθῆ περὶ ἐκείνου λεγόντων Aristid.2.138
c. ac. y gen. τάδ' ἀντάκουέ μου E.Hec.321, cf. τὴν ἀπόστασιν παρὰ τῶν ἐθνῶν ἀντήκουσε Lib.Decl.5.89.

German (Pape)

[Seite 243] (s. ἀκούω), dagegen, als Erwiederung hören, Aesch. Eum. 189; Soph. O. R. 544; vgl. Ai. 1120; Eur. Suppl. 569; Alex. Ath. X, 421 b; auch in Prosa, Xen. An. 2, 5, 16.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντακούσομαι, ao. ἀντήκουσα;
1 entendre ou écouter à son tour : ἀντί τινός τι qch en réponse à ce qui vient d'être dit ; τι ἀντ. τινος EUR entendre une réponse de qqn;
2 apprendre en échange ou à son tour, acc..
Étymologie: ἀντί, ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾰκούω:
1 слышать в свою очередь: ἅ γ᾽ εἶπας ἀντήκουσας Eur. ты слышал ответ на свои слова;
2 слушать в свою очередь Aesch., Xen.: ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴσ᾽ ἀντάκουσον Soph. слушай достойный ответ на сказанное (тобою); κἀμοῦ νυν ἀντάκουσον Eur. выслушай же теперь и меня.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾰκούω: μέλλ. -ούσομαι, ἀκούω εἰς ἀπάντησιν τῶν λόγων μου, ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴσ’ ἀντάκουσον· Σοφ. Ο. Τ. 544· ἅ γ’ εἶπας ἀντήκουσας, ὅσα εἶπες περὶ ἐμοῦ, τώρα τὰ ἤκουσας νὰ λέγωνται περὶ σοῦ, Εὐρ. Ἡρακλ. 1014· κἀμοῦ νῦν ἀντάκουσον ὁ αὐτ. Ἱκ. 569: ἀπολ., δίδω καὶ ἐγὼ ἀκρόασιν, προσέχω, ἀντάκουσον ἐν μέρει Αἰσχύλ. Εὐμ. 198: ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 16.

Greek Monolingual

ἀντακούω (Α)
1. ακούω με τη σειρά μου τον συνομιλητή μου
2. ανταποδίδω ακρόαση, επίσης προσέχω.

Greek Monotonic

ἀντᾰκούω: μέλ. -ούσομαι, ακούω με τη σειρά μου, τι ἀντί τινος, σε Σοφ.· απόλ., ακούω προσεκτικά, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

to hear in turn, τι ἀντί τινος Soph.: absol. to hear in return, Aesch., Xen.