ἀπογίνομαι

English (LSJ)

Ionic and later Attic for ἀπογίγνομαι.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπογίγνομαι.

English (Thayer)

(2nd aorist ἀπεγενομην);
1. to be removed from, depart.
2. to die (often so in Greek writings from Herodotus down); hence, tropically, ἀπογίνεσθαι τίνι, to die to anything: ταῖς ἁμαρτίαις ἀπογενόμενοι i. e. become utterly alienated from our sins, Winer's Grammar, § 52,4, 1d.; Buttmann, 178 (155)).

Greek Monolingual

(AM ἀπογίνομαι κ. ἀπογίγνομαι)
μσν.- νεοελλ.
1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι
2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω
3. (για πρόσωπο) καταντώ
4. απρόσ. συμβαίνει
νεοελλ.
1. φθείρομαι, καταστρέφομαι
2. χειροτερεύω
αρχ.
1. βρίσκομαι μακριά, απουσιάζω
2. αποφεύγω κάτι
3. μετατρέπομαι
4. συντελούμαι, κατορθώνομαι.

Chinese

原文音譯:¢pogenÒmenoj 阿坡-給挪姆挪士
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-成為
字義溯源:不在,死;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(γίνομαι)*=成為)組成
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 我們⋯死(1) 彼前2:24