ἀποστήριγμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A stay, support, Hp.Off.25, cf. EM125.17.
2 determination of humours, Hp.Flat.9.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 apoyo, sostén Hp.Off.25, EM 125.17G., de los huesos, Anon.Lond.16.5.
2 fijación de un dolor por acumulación de flatos, Hp.Flat.9.

German (Pape)

[Seite 327] τό, die Versetzung eines Krankheitsstoffes in ein einzelnes Glied, wie ἀπόσκημμα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστήριγμα: -ατος, τό, ὑποστήριγμα, Ἱππ. Κατ’ Ἰητρ. 749. 2) μετατόπισις ἢ συγκέντρωσις χυμῶν τοῦ σώματος εἰς ἕν μόνον μέρος τοῦ σώματος, ὡς τὸ ἀπόσκηψις, Ἱππ. 298. 41.

Greek Monolingual

ἀποστήριγμα, το (Α)
1. υποστήριγμα
2. μετατόπιση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος.