ἀποταγή

English (LSJ)

ἡ, (ἀποτάσσω)
A renunciation of a claim, PLond.3.1007.18 (vi A. D.).
II disinheriting, PMasp.97 ii 53 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 desistimiento, renuncia a reclamar un derecho PLond.1007.18 (VI d.C.), PErl.79.9 (VI d.C.)
c. gen. obj. φαντασιῶν Dion.Ar.EH M.3.533D, al demonio por medio del bautismo τῶν ἔργων τοῦ Σατανᾶ Ath.Al.M.26.1221B, τοῦ Σαταννᾶ Cosm.Ind.Top.1.4.
2 repudio de una hija ἀ. καὶ ἀποκήρυξις PMasp.97ue.d.53 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, Entsagung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτᾰγή: ἡ, (ἀποτάσσω) ἀπόταξις, ἀποκήρυξις, τοῦ κόσμου, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η (AM ἀποταγή) αποτάσσω
1. απάρνηση, αποκήρυξη
2. απομάκρυνση από κάτι, αποξένωση από περιουσιακά στοιχεία
3. αποκήρυξη του Σατανά και των έργων του από τον βαπτιζόμενο ή τον ανάδοχό του κατά την Κατήχηση, αμέσως πριν από το Βάπτισμα
4. ομολογία του κειρόμενου μοναχού για την απάρνηση των εγκόσμιων
αρχ.-μσν.
1. η ουσία της μοναχικής ζωής
2. η αναγκαιότητα
3. δυσχέρειες (κυρίως της μοναχικής ζωής).