ἀργεννός

English (LSJ)

ἀργεννή, ἀργεννόν, Aeol. for ἀργός, white, in Hom. almost always of sheep, ἀργεννῇς ὀΐεσσι Il.6.424, etc.; of woollen cloths, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσι 3.141; later, ἀ. μόσχοι E.IA574 (lyr.); κρίνη Chaerem.8, cf. AP9.384.11; ὀθόναι ib.5.259 (Paul. Sil.); σέλα ib.9.46 (Antip. Thess.); γαῖα Opp.H.1.795.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): ἀργενός Eust.315.34; ἀργινός An.Ox.3.297
• Morfología: [dat. plu. fem. ἀργεννῇς Il.6.424, ἀργεννῇσι Il.3.141, IM 17.17, masc. ἀργεννοῖσιν Nonn.D.38.178]
1 blanco ὄϊες Il.3.198, 6.424, ὀθόναι Il.3.141, AP 5.260 (Paul.Sil.), Nonn.D.11.505, μόσχοι E.IA 574, κρίνη Chaerem.8, σέλας AP 9.46 (Antip.Thess.), γαῖα Opp.H.1.795, χιτών Nonn.D.20.14, ἄνθη Nonn.D.38.178, ἰκμάς Nonn.D.3.383, ἀ. ... στὶξ ταύρων una blanca fila de toros Nonn.D.15.211, οἰωνὸν πτερύγεσσι σὺν ἀργεννῇσιν ἰδόντες tras haber visto un pájaro con alas blancas, IM l.c., ἀ. ... χύσις Nonn.D.41.126, cf. Eust.l.c., Hsch.
ἀργεννὰ τροχάσματα círculos plateados o halos que rodean la luna, Orác. en Porph.Phil.151.172
ἀ. ... κλῆρος ZPE 7.1971.205.3 (Dídima)
ἀ. βῆσσα valle calizo Nic.Th.67, cf. οὔρεος ἀργεννοῖο περὶ πτύχας ἐστρατόωντο Rhian.54.
2 subst. τὸ ἀργεννόν plata muy blanca Fest.14.
• Etimología: Forma eol. de *ἀργεσνός; cf. 1 ἀργός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blanc, brillant.
Étymologie: ἀργός¹.

German (Pape)

äol. und p. = ἀργός, weiß, ὀθόναι Il. 3.141; von Schafen, Il. 3.198, 6.424, 18.529, 588, Od. 17.472; μόσχοι Eur. I.A. 574; σέλας Antip.Th. 41 (IX.46).

Russian (Dvoretsky)

ἀργεννός: белый, белоснежный (ὀθόναι Hom.; μόσχοι Eur.; σέλας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργεννός: -ή, -όν, Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ ἀργός, λευκός, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν πάντοτε ἐπὶ προβάτων, ἀργεννῇς ὀΐεσσι Ἰλ. Ζ. 424, κτλ.˙ ἐπὶ μαλλίνων ἱματίων, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσι Γ. 141˙ σπάν. παρ’ Ἀττ., ἀργ. μόσχος Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 575˙ ῥοδ’ ὀξυφεγγῆ κρίνεσιν ἀργεννοῖς ὁμοῦ Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F: - συχν. ἐν Ἀνθ.

English (Autenrieth)

(root ἀργ): white shining; ὄιες, ὀθόναι, Il. 3.198, 141.

Greek Monolingual

ἀργεννός, -ή, -όν (Α)
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργεσ-νός < θ. αργεσ -, παράλληλα προς το θ. αργ- του αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής). Πρόκειται για αιολ. τ. (πρβλ. ερεβεννός), που χρησιμοποιήθηκε στην Ιλιάδα ως επίθετο για τα πρόβατα και για τα μάλλινα υφάσματα, αργότερα δε και για άλλα ζώα και αντικείμενα. Από το έπος το παρέλαβαν και άλλοι μεταγενέστεροι ποιητές με την αιολική του πάντα μορφή].

Greek Monotonic

ἀργεννός: -ή, -όν, Αιολ. αντί ἀργός, λευκός, άσπρος, λέγεται για πρόβατα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μάλλινα υφάσματα, στο ίδ., Ανθ.

Frisk Etymological English

ἀργεστής See also: ἀργός

Middle Liddell

ἀργός
white, of sheep, Il.; of woollen cloths, Il., Anth.

Frisk Etymology German

ἀργεννός: ἀργεστής
{argennós}
See also: s. ἀργός.
Page 1,131