ἀτεχνής
English (LSJ)
ἀτεχνές, = ἄτεχνος, S.E.M.7.395, interpol. in Babr.75.4: Comp. ἀτεχνέστερος v.l. in Hp.Fract.16.
Spanish (DGE)
-ές
I 1desmañado, no profesional, técnicamente malo de prácticas médicas καίτοι ἀτεχνέστερόν γέ ἐστιν aunque es peor procedimiento Hp.Fract.16
•de médicos y profesionales ἀ. ἰατρός el mal médico, falto de oficio Babr.75.4, cf. S.E.M.7.395.
II adv. -ῶς, -έως TAPhA 65.1934.105 (Olinto IV a.C.)
1 lisa y llanamente ἀδόλως καὶ ἀ. TAPhA l.c., cf. Philostr.VA 6.20.
2 simplemente, justamente ἀ. μὲν οὖν σκύτη βλέπει Eup.304, ἀ. ἥκω παρεσκευασμένος Ar.Ach.37, καλὸν ἀ. Ar.Au.820, cf. Nu.408, 1174, Pherecr.107, ἀ. τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Pl.Smp.198c
•en las comparaciones ἀ. ὥσπερ ... Pl.Phd.90c, ἀ. οἷον ... Pl.Lg.952e, οἷον γὰρ φρούριον ἀ. Hld.2.26.2
•c. neg. simplemente, ni siquiera οὐδ' ἂν διαλεχθείην γ' ἀ. Ar.Nu.425, ἀ. οὐδείς Ar.Au.605, cf. Pl.362, Pl.Plt.288a.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀτεχνής: Babr., Sext. = ἄτεχνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεχνής: -ές, = ἄτεχνος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7, 395, Βαβρ. 75, 4· ἐν τῷ συγκρ., -έστερος Ἱππ. π. Ἀγμ. 763· πρβλ. ἀτέχνως ΙΙ.
Greek Monolingual
ἀτεχνής, -ές (Α)
Ι. 1. ο χωρίς τέχνη, ο άτεχνος.
2. αδέξιος
II. επίρρ. ἀτεχνῶς
1. απλώς
2. πραγματικά, ακριβώς
3. με ειλικρίνεια
4. ανεπιτήδευτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ατεχνής < α- στερ. + τέχνη
επίρρ. ατεχνώς < άτεχνος. Ο τονισμός του επιρρήματος, ατεχνώς είτε αναλογικά προς τα επιρρήματα του τύπου αθεεί (< άθεος) κ.λπ. είτε κατ' αντιδιαστολή προς το επίρρ. ατέχνως, επίσης αναγόμενο στο επίθ. άτεχνος, αλλά διάφορο σημασιολογικά].
Greek Monotonic
ἀτεχνής: -ές, = ἄτεχνος, σε Βάβρ.