ατεχνής
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
Greek Monolingual
ἀτεχνής, -ές (Α)
Ι. 1. ο χωρίς τέχνη, ο άτεχνος.
2. αδέξιος
II. επίρρ. ἀτεχνῶς
1. απλώς
2. πραγματικά, ακριβώς
3. με ειλικρίνεια
4. ανεπιτήδευτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ατεχνής < α- στερ. + τέχνη
επίρρ. ατεχνώς < άτεχνος. Ο τονισμός του επιρρήματος, ατεχνώς είτε αναλογικά προς τα επιρρήματα του τύπου αθεεί (< άθεος) κ.λπ. είτε κατ' αντιδιαστολή προς το επίρρ. ατέχνως , επίσης αναγόμενο στο επίθ. άτεχνος, αλλά διάφορο σημασιολογικά].