ἀτρεμίζω
English (LSJ)
fut. -ῐῶ Hdt.8.68.β: aor. ἠτρέμισα Hp.Morb.Sacr.7:—keep quiet, Thgn. 303: in Ion. Prose, mostly with neg., ἀσπίδος.. οὐδαμὰ ἀτρεμιζούσης never being kept still, Hdt.9.74; of restless, aggressive kings or nations, οὐκ ἀτρεμίζειν Id.1.185, 190; of people attacked, οὔτε αὐτοὺς οἰκὸς.. ἀτρεμιεῖν Id.8.68.β; without a neg., γνώμην εἶχον ἀτρεμίζοντά σε μακαριστὸν εἶναι Id.7.18, cf. Hp.Morb.Sacr.14, Vict. 1.10.—Not in good Att., exc. Antipho 2.4.9 (opp. νεωτερίζειν), cf. 3.4.4 and 5: also in later Prose, Ti.Locr.104b, D.C.43.35, Them.Or. 26.317a, etc.
Spanish (DGE)
I intr.
1 permanecer quieto, inmóvil, en reposo ἀσπίδος ... οὐδαμὰ ἀτρεμιζούσης Hdt.9.74, αἱ σάρκες ... οὐκ ἀτρεμίζουσιν Hp.Loc.Hom.10, cf. Morb.2.8, Mul.2.153, (τοῦ ἐγκεφάλου) κινουμένου δὲ μήτε τὴν ὄψιν ἀτρεμίζειν μήτε τὴν ἀκοήν Hp.Ep.19, cf. Morb.Sacr.14, 18, Call.Fr.195.25, οὐ γὰρ ἀτρεμίζων ἀπέθανε Antipho 3.4.4, cf. 5
•c. ac. int. ἀτρεμίζουσα τὸ σῶμα Hp.Epid.7.25, cf. 10, 93
•ὡς ἂν ἐν τῇ ἕδρῃ ἀτρεμίσῃ Hp.Haem.2
•de una enfermedad o humores inmovilizarse, fijarse (νόσημα) διαρρεῖ γὰρ σὺν τῷ ὑγρῷ τῷ ἐνέοντι ἐν ταῖς φλεψὶ καὶ οὐκ ἀτρεμίζει Hp.Loc.Hom.4, ὅταν ... καὶ τὸ φλέγμα καὶ ἡ χολὴ κατακλεισθέντα ἀτρεμίζωσι Hp.Loc.Hom.27.
2 permanecer tranquilo, en calma esp. c. neg. οὐδὲ ἐφρόνεεν οὐδ' ἠτρέμιζεν Hp.Epid.7.10, de pueblos belicosos o sus jefes τὴν Μήδων ... ἀρχὴν ... οὐκ ἀτρεμίζουσαν Hdt.1.185, οὔτε ... οἰκὸς ... ἀτρεμιεῖν τοὺς ἐκεῖθεν αὐτῶν ἥκοντας Hdt.8.68β, cf. 1.190, D.C.43.35.1, ὡς ... μηδὲ μὰν ἀτρεμίζειν τῶ νῶ ἐκκαλεομένω Ti.Locr.104b, τῷ μηδὲν ἀτρεμίζειν ἐν τοῖς ὑπάρχουσι Them.Or.26.317a
•tb. posit. οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν no se debe cambiar el curso de una vida honrada, sino continuarla siempre igual Thgn.303, ἀτρεμίζοντά σε μακαριστὸν εἶναι Hdt.7.18, cf. D.C.56.24.6, 40.22.5, 41.48.2
•op. νεωτερίζειν Antipho 2.4.9.
II tr. tranquilizar, calmar, apaciguar ὁ γοῦν πάντα σείων καὶ ἀτρεμίζων de Dios, X. en Clem.Al.Strom.5.108.5.
German (Pape)
[Seite 388] sich ruhig verhalten, Frieden halten, Her. 7, 18 u. öfter mit der Negat.; Theogn. 303, Gegensatz κινεῖν. Bei Antipho. II δ 9 steht ἀτρ. καὶ φυλάσσειν τὴν παροῦσαν εὐπραγίαν dem νεωτερίζειν entgegen; vgl. Tim. Locr. 104 b.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠτρέμιζον, f. ἀτρεμιῶ, ao. ἠτρέμισα, pf. inus.
demeurer immobile, rester tranquille.
Étymologie: ἀτρεμής.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρεμίζω: Her., Plat. = ἀτρεμέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεμίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ, Ἰων. ἀπαρ. -ιέειν, ἀόρ. ἠτρέμισα Ἱππ.: ― διατελῶ ἀτρεμής, ἡσυχάζω, Θέογν. 303· καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογρ. κατὰ τὸ πλεῖστον μέτ’ ἀρνήσ., ἀσπίδος.. οὐδαμὰ ἀτρεμιζούσης, οὐδέποτε ἡσυχαζούσης, Ἡρόδ. 9. 74· ἐπὶ βασιλέων ἢ ἐθνῶν ἀνησύχων καὶ ἐπιθετικῶν, οὐκ ἀτρεμίζειν ὁ αὐτ. 1. 185, 190· ἐπὶ λαοῦ προσβαλλομένου, οὐδὲ αὐτοὺς οἰκός.. ἀτρεμιέειν ὁ αὐτ. 8. 68, 2· ἄνευ ἀρνήσ., γνώμην εἴχον ἀτρεμίζοντά σε μακαριστὸν εἶναι, ὁ αὐτ. 7. 18· συχν. καὶ παρ’ Ἱππ., ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ἐξαιρέσει τοῦ Ἀντιφῶντος 120, 13., 124. 21 καὶ 29, ἔνθα κεῖται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νεωτερίζω. Πρβλ. ἀτρεμέω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀτρεμίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, Ιων. απαρ. -ιέειν· διατηρώ ήσυχο, σε Θέογν., Ηρόδ.· οὐκ ἀτρεμίζω, είμαι ανήσυχος, στον ίδ.