ἀφέψω
English (LSJ)
(later ἀφεψάω, part.
A ἀφεψῶντες Olymp. in Mete.164.35), Ion. ἀπέψω: purify or refine by boiling off the refuse, boil down, καρπόν Hdt. 2.94; τι εἰς τὸ τρίτον Dsc.5.6; esp. free of dross, refine, χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας Id.4.166; τὸν Δῆμον ἀφεψήσας.. καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ar.Eq.1321, cf. 1336:—Pass., ὕδωρ ἀπεψημένον Hdt. 1.188, cf. Hp.Aër.8, Dsc.2.107.
2 boil off, τοῦ ὕδατος μέρος τι Arist.Mete.359a30:—Pass., ἀφέψεται τὸ ἁλμυρόν Id.Pr.933b15; τοῦ ὀγδόου μόνον ἀφεψηθέντος Plb.34.10.12; cf. ἄπεφθος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -έω Hp.Mul.2.118; ἀπέψω Hdt.2.94; tard. ἀφεψάω Olymp.in Mete.164.35
I 1hervir, cocer c. ac., de sólidos καρπόν Hdt.2.94, ἄρτους Dieuch.15.25, τέφραν Olymp.in Mete.l.c., en v. pas. ἡ δὲ ῥίζα ἀφεψηθεῖσα Dsc.2.126, de Pélope τοῖς θεοῖς ἀφεψήθη Sch.Lyc.157
•de un cocimiento mágico τὸν Δῆμον ἀφεψήσας ὑμῖν καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ar.Eq.1321, 1336, de líquidos, en v. pas. ὕδωρ ἀπεψημένον Hdt.1.188, cf. Hp.Epid.6.4.8, Plu.2.692d, καθ' ἑαυτὸ ἀφεψημένον τὸ μέλι Gal.10.501.
2 hervir haciendo que se pierda, hervir para reducir, reducir ἐπιχέας δύο κοτύλας ὕδατος, ἀφεψεῖν ἐς τὸ ἥμισυ Hp.Mul.2.118, del vino ἀφέψησον εἰς τὸ τρίτον Dsc.5.6, τοῦ ὕδατος ἀφέψοντές τι μέρος Arist.Mete.359a30
•en v. med.-pas. ἀφέψεται τὸ ἁλμυρόν Arist.Pr.933b15, δεῖται δὲ ἀφέψεσθαι καὶ ἀποσήθεσθαι (ὄμβρια) Hp.Aër.8.
II de metales extraer, fundir, refinar por cocción χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας Hdt.4.166, τὰ χρυσία τὰ ἄσημα ... ἀπεψήσαντες IG 7.303.18 (Oropo III a.C.), en v. pas. τοῦ ὀγδόου μέρους μόνον ἀφεψηθέντος Plb.34.10.12.
III teñir el pelo Hsch.
German (Pape)
[Seite 409] (s. ἕψω), abkochen, ὕδατος ἀπεψημένου Her. 1, 188; ἀπέψουσι 2, 94; Sp., z. B. Ath. X, 429 c; vom Golde Pol. 34, 10. Bei Ar. Equ. 1315 (vgl. 1333) enthält Δῆμον ἀφεψήσας eine Anspielung auf die Medea, die durch Kochen ihren Vater verjüngte.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφεψήσω;
purifier ou amollir par la cuisson ; redonner du brillant à un métal.
Étymologie: ἀπό, ἕψω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφέψω: ион. ἀπέψω
1 варить, кипятить (ὕδωρ ἀπεψημένον Her.; οἶνος ἀφεψημένος Plut.; τὸ ἁλμυρόν Arst.);
2 очищать кипячением, т. е. переплавлять (χρυσός ἄπεφθος Her. и ἀφεψηθείς Polyb.; перен. τινά Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέψω: μέλλ. ἀφεψήσω, Ἰων. ἀπέψω, κτλ. ― Καθαρίζω, διυλίζω, ἢ «λαγαρίζω» διὰ βρασμοῦ, καρπὸν Ἡρόδ. 2. 94· ― ἰδίως, βράζω τι μέχρις ἀπαλλαγῆς αὐτοῦ ἀπὸ σκωρίας καὶ ἀκαθαρσίας, καθαρίζω, «λαγαρίζω», χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας ὁ αὐτ. 4. 166· τὸν Δῆμον ἀφεψήσας .. καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ἀριστοφ. Ἱππ. 1321, πρβλ. 1336: ― Παθ.. ὕδωρ ἀπεψημένον Ἡρόδ. 1. 188. Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ὥσπερ ἀφηψημένον τὸ τοῦ Νείλου ὕδωρ ἐστὶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 258. 2) καταναλίσκω διὰ βρασμοῦ, τοῦ ὕδατος μέρος τι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 37: ― Παθ., ἀφέψεται τὸ ἁλμυρὸν ὁ αὐτ. Πρβλ. 23, 18· τοῦ ὀγδόου μόνον ἀφεψηθέντος Πολύβ. 34. 10, πρβλ. ἄπεφθος.
Greek Monolingual
ἀφέψω (Α) έψω
1. καθαρίζω κάτι με βράσιμο, διυλίζω, λαγαρίζω
2. (κυρίως για τον χρυσό αλλά και μτφ.) ραφινάρω, βράζω κάτι ώσπου να απαλλαγεί από τη σκουριά, τις ακαθαρσίες ή και τις ξένες προσμίξεις
3. καταναλώνω ή ελαττώνω κάτι αφήνοντας να εξατμιστεί με τον βρασμό το νερό που περιέχει.
Greek Monotonic
ἀφέψω: Ιων. ἀπ-έψω, μέλ. -εψήσω, καθαρίζω με βράσιμο τα απορρίμματα, βράζω, σε Ηρόδ.· ιδίως καθαρίζω για να βγάλω από τη βρωμιά και τη σκωρία, διυλίζω, χρυσίον, στον ίδ.· κάνω νέο ξανά, σε Αριστοφ. — Παθ., ὕδωρ ἀπεψημένον, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to refine by boiling off the refuse, to boil down, Hdt.:—esp. to boil free of dirt and dross, to refine, χρυσίον Hdt.: to boil young again, Ar.:—Pass., ὕδωρ ἀπεψημένον Hdt.