ἐκπορεύω

English (LSJ)

make to go out, fetch out, E.Ph.1068, HF723:—Med., with fut. Med. (X. An.5.1.8) and aor. Pass., go out or go forth, march out, X.l.c., etc.; ἐπὶ λείαν Aen.Tact.24.4; εἰς στρατείαν ἐκπορεύομαι to march out to a place.., Plb. 11.9.4: c. acc. loci, ἐκπορευόμενοι τὸ βουλευτήριον = leaving the council chamber ib.8; but ἐκ τοῦ χάρακος Id.6.58.4; ἐκ τοῦ στόματος LXX Pr.3.16, al.: more generally, ὅ θ' ὑγρὸς εἰς γῆν ὄμβρος ἐκπορεύεται Critias 25.36.

Spanish (DGE)

A tr.
I en v. act. fact., c. ac. de pers.
1 hacer salir, dejar marchar c. gen. ἀνοίγετ', ἐκπορεύετ' Ἰοκάστην δόμων E.Ph.1068, δειμάτων ἔξωθεν ἐκπορεύσομεν ... παῖδας E.HF 723.
2 crist., ref. a las personas de la Trinidad generar por procesión (ὁ Πατήρ) γεννᾷ μὲν τὸν Υἱόν· ἐκπορεύει δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον el Padre engendra al Hijo, pero genera al Espíritu Santo por procesión Ath.Al.M.28.784C, cf. Leont.H.Nest.M.86.1585, en v. pas. Didym.Trin.2.6.22, cf. 2.1.1, Ath.Al.M.28.785A, B.
II en v. med., c. ac. de lugar
1 c. ac. externo salir de, abandonar τὸ βουλευτήριον Plb.11.9.8, ἐκπορευομένων τὸν πυλῶνα ἀπὸ τῆς παραστάδος ἐπὶ δεξιά ISinuri 46A.15, B.10 (II/I a.C.)
c. ac. int. salir de la casa, dejar la casa para ἐκπορεύεσθαι τὰς γυναῖκας τὰς ἐξόδους que las mujeres salgan para asistir a las procesiones, SIG 1219.15 (Gambreo III a.C.).
2 fig., ref. una situación salir de, dejar atrás, concluir αἱ τὰ λοχῖα ἐκπορευόμεναι las (mujeres puérperas) que salen de los loquios, Milet 1(7).204b.9 (I d.C.).
B intr. en v. med.-pas.
1 de pers. y anim. salir, marchar, partir οὐδ' ἂν εἷς περιεῖδέν με μόνον ἐκπορευόμενον Pl.Ep.329e, cf. Plb.1.66.8, τὴν ἐλευθέραν (γυναῖκα) μὴ ἐκπορεύεσθαι ἡλίου δεδυκότος Phylarch.45, cf. Plb.31.26.7, ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰσπορεύεσθαι entrar y salir, e.d. ir y venir LXX 1Ma.13.49, cf. Act.Ap.9.28, c. rég. prep. εἰς τὴν χώραν LXX 1Ma.7.24, cf. SB 10529B.28 (I/II d.C.?), οἱ δὲ στρατιῶται ... ἐξεπορεύοντο διὰ τῶν Βιθυνῶν X.An.6.6.37, cf. Eu.Matt.4.4, ἐκπορευόμενος ἐκ τοῦ χάρακος Plb.6.58.4, ἔξω της πόλεως Eu.Marc.11.19, fig. ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη LXX Ge.2.10, cf. Pr.3.16
c. prep. y ac. de abstr. salir para, partir, marchar a ἐπὶ λείαν ... ἐκπορεύσονται X.An.5.1.8, cf. Aen.Tact.24.4, (δειλοί) οὐ ... ἐκπορεύονται ἐπὶ πρᾶξιν Antipho Soph.B 57, εἰς ἐξοπλισίαν ἢ στρατείαν Plb.11.9.4, εἰς τοὺς πολέμους Hecat.Abd.25.45, cf. D.S.1.45, εἰς ἐξοπλισίαν ἢ στρατείαν Plb.11.9.4, c. inf. ἔλεγεν οὖν τοῖς ἐκπορευομένοις ὄχλοις βαπτισθῆναι ὑπ' αὐτοῦ Eu.Luc.3.7
fig c. ac. int. tomar un camino, caminar ὁ μὲν λόγος σου, παῖ, κατ' ὀρθὸν εὐδρομεῖ, τὸ δ' ἔργον ἄλλην οἶμον ἐκπορεύεται Men.Fr.934
tb. de anim. salir de su medio, emigrar κορακῖνος ... ἐπὶ τῶν φυκίων (τίκτει) ἐκπορευόμενος, διὰ τὸ βιοτεύειν ἐν τοῖς πετραίοις χωρίοις el pez corvina (desova) en las algas después de emigrar, porque suele habitar en lugares rocosos Arist.HA 570b.25.
2 de cosas salirse de, sobrepasar c. gen. τὰ ὅρια ... ἐκπορεύεται Ασωρων las fronteras sobrepasan Asor LXX Io.15.3.
3 teol. crist. proceder ἡ ἀλήθεια ... παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται Basil.Eunom.652
esp. en teol. trinitaria dicho del Espíritu Santo, proceder, ser generado por procesión Epiph.Const.57.4.9, Gr.Nyss.Diff.Ess.4.26, 30.

German (Pape)

[Seite 776] herausgehen lassen, herausholen, Ἰοκάστην δόμων Eur. Phoen. 1068, Schol. ἐξάγετε, vgl. Herc. Fur. 723. – Med. mit aor. pass., herausgehen, ausrücken, ἐπὶ λείαν Xen. An. 5, 1, 8; ἐκ τοῦ χάρακος Pol. 6, 58, 4; auch τὸ βουλευτήριον, aus der Kurie, 11, 9, 8; ῥῆμα ἐκπορεύεται διὰ τοῦ στόματος Math. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

faire sortir, emmener;
Moy. ἐκπορεύομαι (Pass. ao. ἐξεπορεύθην) s'éloigner, sortir.
Étymologie: ἐκ, πορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπορεύω:
1 заставлять выйти или просить выйти, выводить, вызывать (τινά δόμων Eur.);
2 med. выходить, удаляться, отправляться (ἐπὶ λείαν Xen.; ἐκ τοῦ χάρακος Polyb.; διὰ τῶν θυρῶν Plut.; εἰς ὁδὸν NT): ἐκπορευόμενοι τὸ βουλευτήριον Polyb. покинув совещательную комнату.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπορεύω: κάμνω τινὰ νὰ ἐξέλθη, ἐκπορεύετ’ Ἰοκάστην δόμων Εὐρ. Φοίν. 1068, Ἡρ. Μαιν. 723· - μέσ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ., πορεύομαι ἔξω, ἐξέρχομαι, ἐκβαίνω, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 8, κτλ.· εἰς τόπον ἐκπ. Πολύβ. 11. 9, 4· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τόπου, ἐκπορευόμενοι τὸ βουλευτήριον αὐτόθιπροέρχομαι, πηγάζω, περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιε΄, 26.

Greek Monolingual

βλ. εκπορεύομαι.

Greek Monotonic

ἐκπορεύω: μέλ. -σω, κάνω κάποιο να βγει έξω, βγάζω έξω, εξάγω, σε Ευρ. — Μέσ., με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ, εξέρχομαι, εξάγομαι, βαδίζω προς τα έξω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to make to go out, fetch out, Eur.: —Mid., with fut. mid. and aor1 pass., to go out or forth, march out, Xen.