ἐμφαγεῖν

English (LSJ)

inf. of aor. 2 ἐνέφαγον (no pres. ἐνεσθίω being in use),
A eat, Eub.89, J.AJ9.4.5, Plu.Tim.12, Ael.NA5.29, Luc.Nigr.22; especially in X., eat hastily, 'snatch a bite', ἐμφαγόντες ὅ τι δύναιντο HG 4.5.8; ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι An.4.2.1, cf. Cyr.7. 1.1, 8.1.44.
II eat in or upon, Χρυσὸς κοῖλος ἡμῖν ἐμφαγεῖν Luc. Nav.20.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo aor.]
comer con ganas, engullir c. ac. ἄρτον Eub.88.1, τοῖς μὲν ἄλλοις ... ἐμφαγοῦσιν ὅ τι δύναιντο X.HG 4.5.8, cf. Cyr.8.1.44, Luc.Asin.22, πόσα μὲν ἐμφαγόντες, πόσα δὲ ... ἐμπιόντες Luc.Nigr.22, c. gen. ζῶντος ἐνέφαγε τοῦ ἔχιος Aret.SA 2.13.9, σύκων παλάθης Plu.Art.3, cf. Ael.NA 5.29, Gr.Nyss.Pss.40.1, τοῦ περὶ ἁμαρτίας ἐμφαγεῖν comer del sacrificio expiatorio Ph.1.569, abs. ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι X.An.4.2.1, cf. Cyr.7.1.1, I.AI 9.79, 17.62, ὡς ἐμφαγοῦσι καὶ διαναπαυσαμένοις χρησόμενοι Plu.Tim.12, ἀπελούσαντο, ἐνέφαγον, ἔπιον Longus 3.33.2
comer en ὁ χρυσὸς δὲ κοῖλος ἡμῖν ἐμφαγεῖν haya para nosotros plato de oro en que comer Luc.Nau.20.

German (Pape)

[Seite 818] aor. zu ἐνεσθίω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἐνεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφαγεῖν: inf. aor. 2 к *ἐνεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰγεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. β΄ ἐνέφαγον· ἐνεστὼς ἐνεσθίω δὲν ὑπάρχει ἐν χρήσει: - φαγεῖν ἐν σπουδῇ, ἐμφαγοῦσιν ὅ τι δύναιντο ἥκειν τὴν ταχίστην Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 5, 8˙ ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 4. 2, 1, πρβλ. Κύρ. 7. 1, 1., 8. 1, 44, καὶ ἴδε ἐμπίνω): - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἱππ. 561. 1. ΙΙ. τρώγω ἐντὸς ἢ ἐπί τινος, χρυσὸς κοῖλος ἡμῖν ἐμφαγεῖν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 20.

Greek Monolingual

ἐμφαγεῖν (AM)
(του άχρ. ρήμ. ἐνεσθίω μόνο ο αόρ. β' ἐνέφαγον, ἐμφαγεῖν, ἐμφαγών, -οῦσα, -όν χρησιμοποιούνται)
1. αντί του απλού φαγεῖν
2. κυρίως φαγεῖν ἐν σπουδῇ, να φάνε βιαστικά, στο πόδι («ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι», Ξεν.)
3. τρώγω μέσα ή πάνω σε κάτι («χρυσὸς κοῖλος ἡμῖν ἐμφαγεῖν» — κοίλα χρυσά πιάτα για να φάμε σ' αυτά, Λουκ.).

Greek Monotonic

ἐμφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ ἐν-έφαγον, άχρηστος ενεστ. ἐν-εσθίω·
I. βιαστική κατανάλωση φαγητού, σε Ξεν.
II. τρέφομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, σε Λουκ.

Middle Liddell

[inf. of aor2 ἐνέφαγον, no pres. ἐνεσθίω being in use]
I. to eat hastily, Xen.
II. to eat in or upon, Luc.