ἐνδεικτικός
English (LSJ)
ἐνδεικτική, ἐνδεικτικόν,
A probative, as the Protag. of Plato, D.L.3.51.
II indicative, Gal.Phil.Hist.9, S.E.P.2.100, etc. Adv. ἐνδεικτικῶς = indicatively Id.M.8.155,289, Gal.10.928, al.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1ret. probativo uno de los varios tipos de diálogo platónico, p. ej. el Protágoras, D.L.3.51, cf. 49.
2 indicativo ἐνδεικτικὸν σημεῖον = signo indicativo op. ὑπομνηστικὸν σημεῖον ‘signo recordatorio’ en la fil. estoica, S.E.P.2.100, c. gen. obj. σωτηρίας ἐ. σημεῖα Gal.9.611, cf. Aristid.Quint.128.4, Apoll.Mt.53.11, τῆς θείας μεγαλωσύνης Gr.Nyss.Ref.Eun.365.8, cf. Chrys.M.60.552, Cat.Eu.Matt.26.41 (add. p. 495).
II adv. ἐνδεικτικῶς
1 indicativa, mostrativamente ἐνδεικτικῶς τεκμαίρεσθαι Gal.11.791, cf. 7.282, S.E.M.8.155, 289.
2 prescriptivamente διδάξαι ... οὐκ ἀπαγορευτικῶς μόνον ἀλλ' ἐνδεικτικῶς Aristeas 131.
German (Pape)
[Seite 832] ή, όν, anzeigend, τινός, Gal.; auch = anklagend, D. L. 3, 51.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδεικτικός: развивающий доказательства, доказывающий (διάλογος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδεικτικός: -ή, -όν, ἀποδεικτικός, ὡς ὁ Πρωταγ. τοῦ Πλάτ., ὅστις ἐπικαλεῖται καὶ ἐνδεικτικός, Διογ. Λ. 3. 51. ΙΙ. δεικτικός, δεικνύων τι, τινὸς Γαλην. 2. 25C, 253A, Πολυδ. Δ΄, 96. - Ἐπίρρ. ἐνδεικτικῶς, Εὐσέβ. ΙΙΙ. 628Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνδεικτικός, -ή, -όν)
αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι, που φανερώνει κάτι («η χθεσινή δήλωση είναι ενδεικτική τών προθέσεών του», «φιλίας ἐνδεικτικόν»)
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδεικτικό
σχολικό επίσημο έγγραφο το οποίο δηλώνει ότι ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδεικτικά
τα άκρα εμβόλων ναυτικού σχοινιού
αρχ.
αποδεικτικός.
επίρρ...
ενδεικτικά και ενδεικτικώς (AM ἐνδεικτικῶς)
για να παρασχεθούν ενδείξεις από τον ομιλητή ή τον γράφοντα («ενδεικτικώς αναφέρω τα εξής»).