ἐπαστράπτω
English (LSJ)
lighten upon, ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν Plu.2.594e: metaph., βασίλειον ἐ. τῷ κόλπῳ Lib.Or.61.10: abs., AP7.49 (Bianor): c. acc. cogn., ἐ. πῦρ flash fire, APl.4.141 (Phil.); σπινθῆρας Nonn. D. 18.74.
German (Pape)
[Seite 906] dazu, darein blitzen, Bian. 13 (VII, 49); δεξιόν τινι Plut. gen. Socr. 25; – σπινθῆρας προσώπῳ, darauf erglänzen lassen, Nonn. 18, 72.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπήστραψα;
lancer des éclairs sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀστράπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαστράπτω: метать молнии (τρὶς ἐπαστράψας ἐκ Διὸς αἰθήρ Anth.; τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαστράπτω: ἀστράπτω, ἐπί τινι ἢ ἁπλῶς ἀστράπτω, τινὶ Πλούτ. 2. 594D· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 7. 49: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπαστράπτει φόνιον πῦρ Ἀνθ. Πλαν. 4. 141, 4· σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα Νόνν. Δ. 18. 74.
Greek Monolingual
ἐπαστράπτω (Α)
1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.)
2. λάμπω.
Greek Monotonic
ἐπαστράπτω: μέλ. -ψω, αστράφτω πάνω σε κάτι, σε Ανθ.· ἐπ. πῦρ, ανάβω φωτιά, πυροδοτώ, στον ίδ.