ἐπιείσομαι
English (LSJ)
ἐπιεισάμενος, only fut. and aor., rush, hasten to or against, τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367; ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασε Il.21.424 (v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf. ε'ἴσομαι ΙΙ: perhaps fut. and aor. of (ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
see ἔπειμ Od. 9.2.
Greek Monolingual
ἐπιείσομαι (Α)
1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. του ίεμαι «επιθυμώ»].
Greek Monotonic
ἐπιείσομαι: μέλ. του ἔπειμι (εἶμι ibo)· -ἐπιεισάμενος, μτχ. αορ. αʹ
German (Pape)
ep. fut. zu ἔπειμι², hinzugehen, Il. 21.424, 11.367 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιείσομαι: эп. fut. к ἔπειμι II.
Frisk Etymological English
See also: s. 1. εἴσομαι.
Frisk Etymology German
ἐπιείσομαι: {epi-eísomai}
Forms: Fut.
Grammar: v.
Meaning: werde verfolgen
See also: s. 1. εἴσομαι.
Page 1,536