ἐπιθρῴσκω

English (LSJ)

A leap upon, c. gen., νηὸς ἐπιθρῴσκων Il.8.515, cf. E.Rh. 100: c. dat., leap (contemptuously) upon, τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου Il.4.177.
II. leap over a space, τόσσον ἐπιθρῴσκουσι so far do [the horses] spring at a bound, 5.772; μακρὰ ἐ. Hes.Sc.438.
2. jut out, of a rock, Orph.A.1266.
III. rise, ὀμίχλη Musae.113.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιθοροῦμαι, ao.2 ἐπέθορον;
1 s'élancer sur, gén.;
2 avec idée de mépris fouler aux pieds, τινι;
3 avancer en bondissant, bondir.
Étymologie: ἐπί, θρῴσκω.

Greek Monotonic

ἐπιθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ -έθορον·
I. πηδώ, επιβαίνω σε πλοίο, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με δοτ., πηδώ υβριστικά (περιφρονητικά) πάνω σε, Λατ. insultare, τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου, στο ίδ.
II. πηδώ άνωθεν, πάνω από, τόσσον ἐπιθρῴσκουσι, τόσο μακριά (τα άλογα) εκτινάσσονται με ένα πήδημα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθρῴσκω: (fut. ἐπιθοροῦμαι, aor. 2 ἐπέθορον)
1 (на что-л.) прыгать, вспрыгивать, вскакивать (τινί Hom. и τινός Hom., Eur.);
2 пробегать прыжком (μακρά Hes.): ὅσσον ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν, τόσσον ἐπιθρώσκουσι θεῶν ἵπποι Hom. насколько хватает человеческий глаз, настолько проносятся одним прыжком кони (обеих) богинь.

German (Pape)

(θρῴσκω), daraufspringen, τῷ τύμβῳ, darauf herumspringen, mit dem Nebenbegriff der Verhöhnung, Il. 4.177; φλογμῷ Ap.Rh. 4.603; c. gen., νηός Il. 8.515; νεῶν Eur. Rhes. 100. – Aber τόσσον ἐπιθρώσκουσι, soviel Raum überspringen sie, Il. 5.772, wie μακρὰ δ' ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται Hes. Sc. 438; sp.D., wie Orph. Arg. 487. – Auch intr., heraus-, hervorspringen, τεῖχος, πέτρη ἐπιθρώσκει, Orph. Arg. 847, 1264; emporsteigen, ὀμίχλη, Mus. 113.