ἐπινέμησις

English (LSJ)

ἐπινεμήσεως, ἡ,
A appropriate apportioning of medical treatment, Hp.Praec.8; of a bandage, = ἐπινομή ΙΙ, Gal.18(1).775.
II. (from Med.) spreading, πυρός Plu.Lys.12, Epicur.Ep.2p.40U.; of disease, Antyll. ap. Orib.50.8.3.
III. = Lat. indictio (imposition), IG12(9).907.4 (Chalcis, iv A.D.), prob. in ib.7.24 (Megara, v A.D.), Jul.Ep.73, Lyd.Mens. 3.23, Cod.Just.10.16.13.5, etc.

German (Pape)

[Seite 965] ἡ, 1) die Verteilung, Hippocr.; D. L. 10, 93. – 2) (vom med.) πυρός, das Umsichgreifen des Feuers, Plut. Lys. 12; D. L. 10, 93.

French (Bailly abrégé)

ἐπινεμήσεως (ἡ) :
action de se consumer en se propageant.
Étymologie: ἐπινέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινεμησις: ἐπινεμήσεως ἡ распространение (πυρός Plut., Epicur. ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινέμησις: ἐπινεμήσεως, ἡ, διανομή, Ἱππ. 27. 32, Κλήμ. Ἁλ. 552. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Μέσ.) ἐπέκτασις, διάδοσις, πυρὸς Πλουτ. Λύσανδ. 12, Διογ. Λ. 10. 93.

Greek Monolingual

ἐπινέμησις, ή (AM) επινέμω
1. επιβολή φόρου
2. διάδοση, εξάπλωση
3. φρ. «ἐπινέμησις ινδικτιών», η χρονολογική σειρά που αρχίζει το β’ έτος της βασιλείας του Αυγούστου
μσν.
καθορισμός τών στρατευσίμων μιας πόλης
αρχ.
1. (για ιατρ. θεραπεία) κατάλληλη διανομή
2. (για επίδεσμο) επίθεση.

Greek Monotonic

ἐπινέμησις: ἐπινεμήσεως, ἡ (ἐπινέμομαι), επέκταση, διάδοση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπινέμησις, ἐπινεμήσεως [ἐπινέμομαι]
a spreading, Plut.