ἐπινηνέω

English (LSJ)

Ep.for ἐπινέω (B), only in impf., heap upon or pile upon, c. gen. loci, νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον Il.7.428; perhaps to be read in Iamb. VP3.17. (Fort. ἐπινήεον, cf. νηέω.)

German (Pape)

[Seite 965] = ἐπινέω 2, νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον, sie häuften die Leichen auf den Scheiterhaufen, Il. 7, 428. 431; womit überhäufen, beladen, ἅμαξαν φρυγάνων Her. 4, 62, v.l. für ἐπινέω.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπενήνεον;
entasser, amonceler sur, gén..
Étymologie: ἐπί, νέω⁴ avec redoubl.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινηνέω: (= ἐπινέω III) накладывать, возлагать (νεκροὺς πυρκαϊῆς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινηνέω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπινέω Β, μόνον ἐν τῷ παρατ., ἐπισωρεύω, μετὰ γεν. τόπου, νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον, ἐπεσώρευον ἐπὶ τῆς πυρᾶς, Ἰλ. Η. 428, 431 · πρβλ. νηνέω.

English (Autenrieth)

(νέω, νηέω): heap up upon; νεκροὺς πυρκαϊῆς, Il. 7.428 and 431.

Greek Monolingual

ἐπινηνέω (Α)
συσσωρεύω («οἱ δὲ σιωπῇ νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νηνέω «συσσωρεύω». Πρόκειται μάλλον για παρεφθαρμένο τ. του νηέω, παράλλ. αρχαιότερο τ. του νέω (II) «συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

ἐπινηνέω: μόνο στον παρατ., επισυσσωρεύω ή στοιβάζω επάνω, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

to heap or pile upon a thing, c. gen., Il. only in imperf.]