ἐπινῶς

English (LSJ)

= λίαν, Suid.; read by Sch. for ἐπιμανῶς in Luc.VH2.25.

German (Pape)

[Seite 966] = λίαν, Luc. V. Hist. 2, 25, oder nach Schol. = ἐφελκυστικῶς. Man ändert ἐπιμανῶς.

French (Bailly abrégé)

adv.
trop.
Étymologie: ἐπινέω².

Russian (Dvoretsky)

ἐπινῶς: безмерно (ἀγαπᾶν τινα Luc. - v.l. ἐπιμανῶς).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινῶς: λίαν Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν ἐπινῶς, ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ ἐπινῶς ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει».

Greek Monolingual

ἐπινῶς (Α)
επίρρ. (κατά το λεξικό Σούδα) λίαν (πιθ. εσφ. γραφή αντί ἐπιμανῶς
σφοδρά, εμμανώς, με πάθος).