ἐπιρρεπής
English (LSJ)
ἐπιρρεπές,
A inclining the balance, μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ rather more than a mina in weight, Damocr. ap. Gal.13.919.
II. leaning towards, prone to, πρός τι Luc.Hist.Conscr.60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.in CA3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι favourable, Plb.1.55.1. Adv. ἐπιρρεπῶς = with inclination, in a favorable way, ἔχειν πρός τι Arr.Epict.3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.Milt.61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.M.1.280: Sup. ἐπιρρεπέστατα Men.Prot.p.119 D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;
Cp. ἐπιρρεπέστερος.
Étymologie: ἐπιρρέπω.
German (Pape)
ές, sich wohin neigend, geneigt, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' ἀκίνδυνος καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. hist. scrib. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον εἶχον 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, günstigere Hoffnung, Pol. 1.55.1.
• Adv., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu Etwas geneigt sein, Arr. Epict. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. adv. gr. 280.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρεπής:
1 наклонный, склонный (πρός τι Luc.);
2 благоприятный, благоприятствующий (ἐλπίς Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρεπής: -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων πρός τι, Λατ. proclivis, πρός τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπω
αυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτι («επιρρεπής στις ηδονές»)
μσν.
(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός.
επίρρ...
επιρρεπώς
με κλίση, με διάθεση για κάτι.
Greek Monotonic
ἐπιρρεπής: -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. proclivis, σε Λουκ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό ἐπιρρέπω (ἐπί + ρέπω = κλίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέπω.