ἐπισκότησις
English (LSJ)
ἐπισκοτήσεως, ἡ, darkening, obscurity, of the sun or moon in eclipse, Plu.Per.35, Nic.23, Ptol.Tetr.76, etc.: metaph., οὗ λέγουσιν εἰς ἐπισκότησιν Plot.2.9.10.
German (Pape)
[Seite 980] ἡ, Verfinsterung, ὀφθαλμῶν u. ä., Plut. Pericl. 35 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
obscurcissement.
Étymologie: ἐπισκοτέω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκότησις: ἐπισκοτήσεως, ἡ, σκοτισμός, κοινῶς «σκοτείνιασμα» τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης ἐν ἐκλείψει, Πλουτ. Περικλ. 35, Νικ. 23, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπισκότησις, ἡ (Α) επισκοτώ
σκοτείνιασμα.
Greek Monotonic
ἐπισκότησις: -εως, ἡ, σκοτείνιασμα, μαύρισμα, σκοτάδι, σκότος, λέγεται για τον ήλιο ή το φεγγάρι, όταν βρίσκονται σε έκλειψη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπισκότησις, εως [from ἐπισκοτέω
a darkening, obscurity, of the sun or moon in eclipse, Plut.