ἐπισπασμός
English (LSJ)
ὁ,
A rapid respiration, Hp.Epid.6.5.15.
II. trailing, of a serpent, Sch.Nic.Th.160.
III. inducement (to inference), hint, Phld.Sign.13, Demetr.Lac.Herc.1055.13F.
IV. traction of the foetus, Sor.2.62.
V. suction of cupping instruments, ib.ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπασμός: ὁ, εἰσέλκυσις τῆς πνοῆς, εἰσπνοή, Ἱππ. 1185Ε.
Greek Monolingual
ἐπισπασμός, o (Α) επισπώ
1. εισπνοή
2. (για φίδι) σύρσιμο
3. νύξη, υπαινιγμός
4. αποκόλληση του εμβρύου
5. απορρόφηση.
German (Pape)
ὁ, das An-, Zuziehen, Hippocr.