ἔμπα

English (LSJ)

v. ἔμπας.

Spanish (DGE)

v. ἔμπας.

German (Pape)

[Seite 809] s. ἔμπας.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔμπας.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾶς.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.
(II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.

Greek Monotonic

ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾶς.