ἠεροφοῖτις

English (LSJ)

ιδος, ἡ,
A walking in darkness, coming unseen, Ἐρινύς Il.9.571, 19.87.
II air-traversing, of the moon, Orph.H.9.2; μέλισσα Ps.Phoc.171.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
1 qui habite les ténèbres;
2 qui traverse les airs.
Étymologie: ἀήρ, φοιτάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ, (φοιτάω) ἡ διερχομένη διὰ τοῦ σκότους, ἐρχομένη ἀφανής, ἀόρατος, ἡεροφ. Ἐρινὺς Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87· ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.

English (Autenrieth)

(φοιτάω): walking in darkness; Ἐρῖνύς, Il. 9.571. (Il.)

Greek Monolingual

ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περπατά στο σκοτάδι αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη σελήνη) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα
3. αυτή που κινείται στον αέρα, που πετά στον αέρα («ἠεροφοῖτις μέλισσα», Ψ. Φωκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φοίτις, θηλ. του -φοίτης < φοιτώ ή, κατ' άλλη άποψη, < αμάρτυρο φοίτᾱ (πρβλ. α-κοίτης < κοίτη)].

Greek Monotonic

ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ (φοιτάω), θηλ. επίθ., αυτή που περνά μέσα από το σκοτάδι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἠερο-φοῖτις, ιδος φοιτάω
walking in darkness, Il.