ἰδιόκτητος

English (LSJ)

ἰδιόκτητον, held as private property, Hp.Ep.26 (dub.l.); γῆ BGU1216.83 (ii B.C.), Str.14.6.5, PFay.342 (ii A.D.), Cod.Just.10.3.7; ἡ ἰ. (sc. γῆ) PTeb.5.111 (ii B.C.); ἰ. πανευτυχίη won all by himself, Epigr.Gr.443 (Namara); ἀρετή Onos. 1.25.

German (Pape)

[Seite 1236] selbst erworben, eigenthümlich; Hippocr.; Strab. XIV extr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόκτητος: -ον, κατεχόμενος ὡς ἰδιωτικὴ περιουσία, Ἱππ. 1291. 25, Στράβ. 684· ἰδ. πανευτυχίη, ἣν κτᾶταί τις μόνος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 443.

Greek Monolingual

η, -ο (ΑΜ ἰδιόκτητος, -ον)
αυτός που κατέχεται από κάποιον ως προσωπική περιουσία («ιδιόκτητο μέγαρο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κτητος (< κτητός < κτώμαι), πρβλ. δορίκτητος, θεόκτητος].