ἱερόω

English (LSJ)

Dor. ἱαρόω, (ἱερός) consecrate, dedicate, Pl.Lg.771b; [τὰν γᾶν] ἃν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν IG22.1126.16 (Amphict.); ἱαρόντο (= ἱερούντων) Ἀπόλλονος Ἐχέτο ἄγαλμα Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B.C.); Thess. part. ἱερούοντος Schwyzer553: pf. Pass. ἱερῶσθαι Th.5.1, SIG 1006.4 (Cos, iii B.C.), etc.; ἱερωσύνην ἱερώσασθαι (v.l. ἱεράσασθαι) to be consecrated to a priesthood, Aeschin.1.19:—also ἱερεόομαι, τὴν ἱερωσύνην ἀξίως ἱερεώσατο τοῦ θεοῦ IG22.1271.13 (iii B.C.); τῷ θεῷ οὗ ἂν ᾖ ἱερειωμένος ib.1183.32 (iv B.C.); Δωρίδος ἱερεωμένης (perhaps pres. part. of ἱεράομαι = ἱερωμένης) IG2.1561 (iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1243] heiligen, weihen; Plat. Legg. VI, 771 b; ἱερῶσθαι Thuc. 5, 1 wird vom Schol. ἱερῶς ἀνακεῖσθαι τῷ θεῷ erkl.; 80.; dor. ἱαρόω, Inscr.

French (Bailly abrégé)

consacrer, sanctifier.
Étymologie: ἱερός.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόω:
1 посвящать богам Plut.: οὐ καθαρὸς ἱερῶσθαι Thuc. недостойный быть посвященным богам, т. е. запятнанный преступлением;
2 освящать (как дар божества), свято чтить (sc. τομὰς κατὰ φυλάς ἱ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόω: Δωρ. ἱαρόω, (ἱερός) καθιστῶ τι ἱερόν, καθιερῶ, ἀφιερῶ, ἀνατίθημι, Πλάτ. Νόμ. 771Β· τῆς γῆς, τὰν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16. - Παθ. παρκμ. ἱερῶσθαι Θουκ. 5. 1, - ἐν τῇ μετοχ. ἱερωμένος, ἀφιερωμένος, ἱερός, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 116, 12, Διον. Ἁλ. Ι. 57, 10, κτλ., Πλουτ. 2. 402F. - Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. Συγγρ., ἱερεύς, κληρικός, ὡς καὶ νῦν, Εὐσ. ΙΙ. 956C, IV. 81C, κτλ.

Greek Monotonic

ἱερόω: μέλ. -ώσω (ἱερός), καθιστώ κάτι ιερό, αφιερώνω, αναθέτω, καθαγιάζω, ευλογώ, σε Πλάτ.· απαρ. Παθ. παρακ. ἱερῶσθαι, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἱερός
to hallow, consecrate, dedicate, Plat.:—perf. pass. inf. ἱερῶσθαι Thuc.