ἱστιοφόρος

German (Pape)

[Seite 1270] Segel führend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστιοφόρος: -ον, φέρων ἱστία, ἔχων ἱστία, ναῦς Πλανούδ. Ὀβιδ. Μεταμ. 15. 719.

Greek Monolingual

-ο
(ΑΜ ἱστιοφόρος, -ον)
αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί ιστία, πανιά (α. «ἱστιοφόρος ναῦς» β. «ιστιοφόρος ναυτιλία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ιστιοφόρο(ν)
πλοίο με πανιά, πλοίο που κινείται με ιστία, καράβι, καΐκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανηφόρος, υδροφόρος.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἱστίον + φέρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ. ἵστημι καί φέρω.