ὑπολάζυμαι

English (LSJ)

= ὑπολαμβάνω, in Boeot. form οὑπολάδδουνθη, = ὑπολάζυνται, they think, consider, c. acc. et inf., Supp.Epigr.1.132.12 (Thespiae, ii B. C.).

Greek Monolingual

Α
υπολαμβάνω, θεωρώ, νομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λάζυμαι / λάζομαι «λαμβάνω, παίρνω»].