ὑπόθημα
English (LSJ)
ὑποθήματος, τό,
A stand, base, IG11(2).144A60,67 (Delos, iv B. C.), Paus.10.16.2, Ath.5.210a, etc., cf. Poll.10.114; ὑπόθημα κεφαλῆς, of a pillow, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.7: cf. ὑπόθεμα 1: = Att. θρανίον, acc. to Paus.5.11.7.
II = ὑποθήκη ΙΙ, AJP56.374 (pl., Colophon, iv B. C.), Men.Epit.288, SIG976.13 (Samos, ii B. C.); cf. ὑπόθεμα II.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, = ὑπόθεμα, Poll. 10, 79. τό, das Untergesetzte, Untergestellte, die Basis, Plut. qu. Plat. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόθημα: τό, ὑπόβλημα, βάσις, βάθρον, Ἀθήν. 210Α, Παυσ. 10. 16, 1, κλπ.· πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 22, 114· - ὁ Ἀττ. τύπος εἶναι θρανίον Παυσ. 5. 11, 7.
Greek Monolingual
ὑποθήματος, τὸ, Α ὑποτίθημι
1. βάθρο, βάση («τὸ ὑπόθημα τὸ ὑπὸ τοῖς ποσίν», Παυσ.)
2. υποθήκη, ενέχυρο
3. φρ. «ὑπόθημα κεφαλῆς» — το μαξιλάρι (Χαιρήμ.).