cloak
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Ar. and P. ἱμάτιον, τό, χλανίς, ἡ, χλαμύς, ἡ (Xen.), Ar. and V. χλανίδιον, τό, χλαῖνα, ἡ, φᾶρος, τό, φάρος, τό, V. εἷμα, τό.
coarse cloak: Ar. and P. τρίβων, ὁ, τριβώνιον, τό.
wearing a cloak: Ar. and P. ἀμπεχόμενος.
Met., pretext: P. and V. πρόφασις, ἡ, σκῆψις, ἡ, πρόσχημα, τό.
screen: P. προκάλυμμα, τό, παραπέτασμα, το.
verb transitive
See hide.
Met., P. and V. ὑποστέλλεσθαι, ἐπικρύπτεσθαι, P. ἐπηλυγάζεσθαι, V. περιστέλλειν (or mid.).