χλανίδιον
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of χλανίς, mostly of a woman's mantle, Hdt.1.195, Chaerem.14.9, Trag.Adesp.7, E.Supp.110, Ar.Lys.1190 (lyr.): pl., of blankets, bedclothes, E.Or.42: later, = Lat. paludamentum, Jul. ad Ath.277a; contemptuously addressed to Cicero, τὰ λεπτά σου χ. D.C.46.18:—also χλάνδιον, Michel832.30 (Samos, iv B. C.), GDI5633.13 (near Teos).
German (Pape)
[Seite 1358] τό, dim. von χλανίς; Soph. frg. 400; Her. 1, 195; Ar. Lys. 1089; Eur. Suppl. 122 Or. 42.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χλανίς.
Russian (Dvoretsky)
χλᾰνίδιον: τό Her., Soph., Eur., Arph. demin. к χλανίς.
Greek (Liddell-Scott)
χλᾰνίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ χλανίς, τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπανωφορίου γυναικός, Ἡρόδ. 1. 195, Σοφ. Ἀποσπ. 400, Εὐρ. Ὀρ. 42, Ἱκ. 110, Ἀριστοφ. Λυσ. 1189.
Greek Monolingual
τὸ, Α χλανίς, -ίδος]
υποκορ. τ. του χλανίς.
Greek Monotonic
χλᾰνίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του χλανίς, κυρίως μανδύας γυναίκας, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
χλᾰνῐ́διον, ου, τό, [Dim. of χλανίς
mostly a woman's mantle, Hdt., Soph., Eur.