encounter
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
meet persons: P. and V. τυγχάνειν (gen.), συντυγχάνειν (dat., V. gen.), ἐντυγχάνειν (dat.), ἀπαντᾶν (dat.), συναντᾶν (dat.) (Xen., also Ar.), P. περιτυγχάνειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχάνειν (dat. or gen.), V. ἀντᾶν (dat.), συναντιάζειν (dat.), ὑπαντιάζειν (dat.), ἀντικυρεῖν (dat.), συνάντεσθαι (dat.); see meet.
encounter (things): P. and V. τυγχάνειν (gen.), ἐντυγχάνειν (dat.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.), περιπίπτειν (dat.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.), V. συγκυρεῖν (dat.), ἀντᾶν (dat.).
experience: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
face: P. and V. ὑπέχειν, ὑφίστασθαι; see face.
encounter in battle: P. and V. ἀπαντᾶν (dat.), συμφέρεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), ἀντιτάσσεσθαι (dat.), V. συμβάλλειν μάχην (dat.); see also engage.
substantive
meeting: V. ἀπάντημα, τό, συνάντησις, ἡ.
coming together: P. and V. ὁμιλία, ἡ, συνουσία, ἡ.
conflict: P. and V. ἀγών, ὁ, μάχη, ἡ, ἅμιλλα, ἡ, V. ἀγωνία, ἡ, ἆθλος, ὁ, πάλαισμα, τό, συμβολή, ἡ, Ar. and P. σύνοδος, ἡ.