injerto
Spanish > Greek
ἀφέλκωσις, ἐγκέντριον, ἐγκέντρισις, ἐγκέντρισμα, ἐγκεντρισμός, ἔμβλημα, ἐμβολάς, ἔμβολον, ἐμφύλλιον, ἐμφυλλισμός, ἐμφυτεία, ἔνθεμα, ἔνθεσις, ἐνοφθαλμισμός, ἐπίπηξ
ἀφέλκωσις, ἐγκέντριον, ἐγκέντρισις, ἐγκέντρισμα, ἐγκεντρισμός, ἔμβλημα, ἐμβολάς, ἔμβολον, ἐμφύλλιον, ἐμφυλλισμός, ἐμφυτεία, ἔνθεμα, ἔνθεσις, ἐνοφθαλμισμός, ἐπίπηξ