ἐμφυτεία
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
ἡ, grafting, in plural, Arist.Juv.468b23, Thphr. HP 1.6.1, 2.1.4, al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 bot. implantación, injerto Thphr.CP 1.6.5, 5.6.10, Mich.in PN 103.30, frec. en plu., Arist.Iuu.468b23, Thphr.HP 2.1.4, CP 1.6.1, 2.17.6.
2 jur. arrendamiento enfitéutico, enfiteusis, POxy.3805.12 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, das Einpflanzen; Arist. invent. 3; Theophr.; Einpfropfen, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφῠτεία: ἡ Arst. = ἐμφυλλισμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφῠτεία: ἡ, τὸ ἐμφυτεύειν, ἐγκεντρίζειν, Ἀριστ. περὶ Νεότ. κ. Γήρ. 3. 1, Θεόφρ.
Greek Monolingual
ἐμφυτεία, η (Α)
ενοφθαλμισμός, εγκεντρισμός, μπόλιασμα.