rivalry
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἔρις, ἡ, ἀγών, ὁ, ἅμιλλα, ἡ, ζῆλος, ὁ, P. φιλονεικία, ἡ, ζηλοτυπία, ἡ, ζηλώματα, τά, ζήλωσις, ἡ.
a life of rivalry: V. πολύζηλος βίος (Sophocles, Oedipus Rex 381).
an object of rivalry: use adj., P. ἐφάμιλλος, Ar. and P. περιμάχητος.