winged
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. πτερωτός (Plato), πτηνός (Plato), ὑπόπτερος (Plato), Ar. and V. εὔπτερος, πτεροῦς, V. πετηνός, κατάπτερος, Ar. πτεροφόρος, πτέρινος.
a winged arrow: V. κομήτης ἰός, ὁ (Sophocles, Trachiniae 567).
golden-winged, adj.: Ar. χρυσόπτερος.