άθετος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθετος, -ον)
νεοελλ.
ατοποθέτητος
αρχ.
1. ο δίχως θέση ή τόπο
2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος
3. επίρρ. ἀθέτως
παράνομα, δεσποτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + θετός < τίθημι.
ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία].