άθετος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
-η, -ο (Α ἄθετος, -ον)
νεοελλ.
ατοποθέτητος
αρχ.
1. ο δίχως θέση ή τόπο
2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος
3. επίρρ. ἀθέτως
παράνομα, δεσποτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θετός < τίθημι.
ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία].