ἀνίδεος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

German (Pape)

[Seite 236] = ἀνείδεος, was auch v. l., neben ἄμορφος, vom Stil, Phot. 56 b 20.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene una figura determinada τὸ τριχῇ διάστατον προσαγορεύομεν ἴδεον καὶ ἀνίδεον καὶ πανίδεον Zos.Alch.205.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνίδεος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν γνωρίζει, δεν έχει ιδέα για κάτι («ο στραβός κι ο ανίδεος είν' ένα πράμα» — παροιμία)
2. όποιος δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο μιας τέχνης ή μιας επιστήμης
3. ανυποψίαστος, ανύποπτος, απληροφόρητος, αμέτοχος
μσν.
εκείνος του οποίου έχει αλλοιωθεί η μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιδέα. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της (ανίδεος μουσικής» κ.λπ.) μαρτυρείται από το 1860 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της ιστορίας Δημήτριο Βερναρδάκη].