αντίθεση

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀντίθεσις)
1. η σχέση μεταξύ δύο εννοιών κατά τέτοιο τρόπο ώστε η μία να αποκλείει την άλλη
2. ουσιώδης διαφορά, διάσταση
νεοελλ.
σχήμα λόγου κατά το οποίο ασύμβατες λέξεις ή αντίθετα νοήματα και έννοιες παρατίθενται για να εξάρουν τον λόγο και να δημιουργήσουν εντύπωση
αρχ.
1. αντιστοιχία
2. γραμμ. εναλλαγή γραμμάτων σε μιά λέξη.