εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
(AM ἀπαριθμῶ, -έω)1. μετρώ ένα προς ένα, καταμετρώ, κάνω απογραφή2. μτφ. αναφέρω κατά σειρά, διηγούμαιαρχ.1. υπολογίζω, λογαριάζω2. επιστρέφω χρήματα, ξεπληρώνω.