αποτελματώνω

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

κ. -τελματώ
1. αφήνω κάτι στάσιμο, διαιωνίζω, ματαιώνω
2. (-ώνομαι)
πέφτω σε αδράνεια, σε νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].