αργεννός

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

ἀργεννός, -ή, -όν (Α)
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργεσ-νός < θ. αργεσ -, παράλληλα προς το θ. αργ- του αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής). Πρόκειται για αιολ. τ. (πρβλ. ερεβεννός), που χρησιμοποιήθηκε στην Ιλιάδα ως επίθετο για τα πρόβατα και για τα μάλλινα υφάσματα, αργότερα δε και για άλλα ζώα και αντικείμενα. Από το έπος το παρέλαβαν και άλλοι μεταγενέστεροι ποιητές με την αιολική του πάντα μορφή].