καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
(ΑΜ ἀποστατώ, -έω)νεοελλ.1. στασιάζω, επαναστατώ2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαιαρχ.1. στέκομαι μακριά από κάποιον2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι3. λείπω, απουσιάζω4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά.