αποκαταστατικός
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποκαταστατικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με την αποκατάσταση
2. αστρον. αυτός που επανεμφανίζεται περιοδικά στον ουρανό.