ανορύσσω

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

(ΜΑ ἀνορύσσω και ἀνορύττω)
1. βγάζω από το έδαφος με εκσκαφή κάτι θαμμένο, ξεχώνω
2. διανοίγω, ανοίγω με εκσκαφή
μσν.
μτφ. εξιχνιάζω, διευκρινίζω
αρχ.
1. (σχετικά με φυτό) ξεριζώνω
2. καταστρέφω
3. μπήγω τα νύχια.