ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
(ΜΑ ἀνορύσσω και ἀνορύττω)1. βγάζω από το έδαφος με εκσκαφή κάτι θαμμένο, ξεχώνω2. διανοίγω, ανοίγω με εκσκαφήμσν.μτφ. εξιχνιάζω, διευκρινίζωαρχ.1. (σχετικά με φυτό) ξεριζώνω2. καταστρέφω3. μπήγω τα νύχια.