ἄξοος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unwrought, not carved, σανίς Call.Fr.105.
German (Pape)
[Seite 271] nicht geglättet, unpolirt, VLL. ἄτμητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄξοος: -ον, = ἄξεστος, Ἡσύχ., ἴδε Βεντλ. Καλλ. Ἀποσπ. 105.
Spanish (DGE)
-ον
que no está labrado, tallado σανίς Call.Fr.100.2, δούρατα Nonn.D.38.172, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἄξοος, -ον (Α) ξέω
1. άξεστος
2. ασκάλιστος.