αναλωτής
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
ο (Α ἀναλωτής)
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει
νεοελλ.
αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω.
ΠΑΡ. αναλωτικός].